- ανθέμιο
- Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν είναι ένα συγκεκριμένο άνθος, αλλά η ιδέα του λουλουδιού: αποτελείται από έναν αριθμό φύλλων τοποθετημένων ριπιδωτά, με ένα δισκοειδές ή τοξωτό μοτίβο στη ρίζα τους, που στηρίζεται σε δύο σπείρες. Στη μακρά διαδρομή του μέσα στην τέχνη και κατά τις αμέτρητες χρήσεις του, απομακρύνεται κάποτε από τη φυτική αίσθηση και μεταβάλλεται σε δεξιοτεχνικό σχηματικό θέμα.
Στην ελληνική τέχνη χρησιμοποιήθηκε, είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με άνθη λωτού ή περιτριγυρισμένο από ελικωτά κλαδιά, στην αρχιτεκτονική (κιονόκρανα, γείσα, ακρωτήρια, ακροκέραμοι), γλυπτό αλλά πολύχρωμο ή ζωγραφιστό, μαρμάρινο ή από πηλό, στην αγγειογραφία, ως επίστεψη επιτύμβιων στύλων, σε μεταλλικά αγγεία, σε προϊόντα της τορευτικής ή της χρυσοχοΐας. Μάλιστα, οι αρχαίοι πρέπει να το κεντούσαν και στα φορέματά τους.
Από έρευνες προκύπτει ότι το α. προέρχεται από τη μινωική Κρήτη της 2ης χιλιετίας και από εκεί, αφού διαδόθηκε στην Κύπρο και στις ανατολικές χώρες (Φοινίκη, Μεσοποταμία), το πήραν και το χρησιμοποίησαν στην Ελλάδα, από τον 7o αι. π.Χ.
Το ανθέμιο προέρχεται από τις διακοσμήσεις με άνθη των μινωικών αμφορέων (Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης).
* * *το (Α ἀνθέμιον)1. συνηθισμένο φυτικό κόσμημα της αρχαίας τέχνης (σε ακρωτήρια*, ακροκέραμα)2. φυτικό κόσμημα σε τατουάζ3. το φυτό ανθεμίς*.
Dictionary of Greek. 2013.